δυνάτου — δυνάτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
MUTILATI in bello — de publico olim Athenis pecuniam accipiebant: ex lege Pisistrari, Τοὺς πηρωθέντας εν πολέμῳ δημοσία τρέφειν, Mutilati in bello publice aluntor, quam aemulatione et exemplo Solonis tulit, ut refert Plut. in Solone, ubi Thersippo primum id… … Hofmann J. Lexicon universale
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Μάρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ευάνθη και ιερέας του Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μ. ήταν πολύ πλούσιος και διέθετε μεγάλες εκτάσεις με αμπέλια κοντά στον Ίσμαρο. Τον προστάτευε ο Οδυσσέας, καθώς ο Μ. ήταν εκείνος που του έδωσε το… … Dictionary of Greek
αερόσακος — Εξάρτημα των αυτοκινήτων, που προφυλάσσει τον οδηγό και τους επιβάτες σε περίπτωση σύγκρουσης. Πρόκειται για ειδικό σάκο που ενεργοποιείται και γεμίζει με αέρα κατά τη στιγμή της πρόσκρουσης και εμποδίζει –στο μέτρο του δυνατού– την επαφή του… … Dictionary of Greek
αμφίβολος — η, ο (Α ἀμφίβολος, ον) αυτός που βρίσκεται στα όρια τού πιθανού και τού απίθανου, τού δυνατού και τού αδύνατου, αβέβαιος, άδηλος, αόριστος, προβληματικός 2. (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε αμφιβολία, σε αβεβαιότητα, που διστάζει νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek